Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες.. (Η Διομελένια)



Στο πνεύμα των ημερών σκέφτηκα να μοιράζομαι εδώ μαζί σας  όμορφες Χριστουγεννιάτικες ιστορίες που διαβάζουμε τα βράδια με την κόρη μου. Κι αν σας αρέσουν να τις διαβάσετε κι εσείς σε κάποιον που αγαπάτε




Η  Διομελένια...


Η Νύχτα και το Σκοτάδι ήταν δύο αγαπημένα αδερφάκια. Μόνο που διέφεραν πολύ. Η Νύχτα ήταν χαρούμενη και ξέγνοιαστη ενώ το Σκοτάδι ήταν μελαγχολικό κι απομονωμένο στην έρημη και απόμερη μεριά της πόλης. Γι αυτό, το Σκοτάδι ένιωθε πλήξη, μονοτονία και μοναξιά. Μάταια το καλούσε η αδερφή του η Νύχτα να βγεί από την βαθειά κρυψώνα του, να έρθει στη γιορτινή πλατεία με τα χριστουγεννιάτικα στολίδια και τους Αγιο Βασίληδες και να παίξουνε με τα παιδιά που έτρεχαν τριγύρω χαρούμενα.
Όταν η θεία τους η Μέρα κουραζόταν από τις πολλές και δύσκολες δουλειές των ανθρώπων, ζαλισμένη από τις πολλές κουβέντες και τις φωνές τους, τα πέρα- δώθε στους δρόμους και στα γραφεία, άνοιγε ένα στόμα τεράστιο και χασμουριόταν. Τότε από μέσα ξεπετάγονταν νυχτοπούλια, νυχτερίδες, κουκουβάγιες και ξωτικά της νύχτας.
Ο Μπάρμπα Ήλιος, αποκαμωμένος κι αυτός, μάζευε τις κόρες του τις ηλιαχτίδες κι αφού έριχνε ένα τελευταίο βλέμμα τριγύρω, αν όλα ήταν τακτοποιημένα, έλεγε καληνύχτα στη θεία Μέρα κι έγερνε στο πίσω κρεβάτι των λόφων. Σιγά- σιγά, οι δρόμοι, τα κτίρια και τα μαγαζιά ερήμωναν.
Το χιόνι έπεφτε δίχως διακοπή. Ψυχή δεν υπήρχε πουθενά και μόνο δύο παράξενες σκιές άρχιζαν να σαλεύουν. Η Νύχτα και το Σκοτάδι, τα δύο αγαπημένα αδερφάκια. ''Έλα, πού είσαι; Βγες να παίξουμε'', ψιθύριζε η Νύχτα στο Σκοτάδι καθώς έκανε τσουλήθρα στους παγωμένους δρόμους. Μα τα σκοτάδια δεν φαίνονται, αφού πάντα είναι κρυμμένα σε απόμερα μέρη. Η Νύχτα επέμενε και καλούσε το Σκοτάδι να βγει χορεύοντας και σιγοτραγουδώντας χαρούμενη, μέσα στους γιορτινούς δρόμους, παρέα με τις νιφάδες χορεύτριες του χιονιού που έπεφταν απαλά επάνω στα κράσπεδα των πεζοδρομίων και στα περβάζια των μπαλκονιών. Τα λαμπιόνια από τα χριστουγεννιάτικα δέντρα αναβόσβηναν μπροστά στα παράθυρα των σπιτιών που ήταν στολισμένα με αγγελάκια και Αγιοβασίληδες. ''Βγες να δεις τι ωραία που είναι όλα'', ξαναείπε η Νύχτα και καθώς παραπάτησε επάνω σε κάτι, πήρε μια τούμπα και ξαπλώθηκε φαρδιά - πλατιά επάνω στο χιόνι. Τότε έγινε διακοπή ρεύματος. Όλα τα φώτα της πόλης έσβησαν, μα κι από τον ουρανό σα να έσβησαν ξαφνικά όλα τα αστέρια.
Η Νύχτα βρήκε το Σκοτάδι και τα δύο αδερφάκια συμφώνησαν τελικά να παίξουν ένα παιχνίδι που έπαιζαν συχνά... τις αστρόμπαλες. Καθώς έψαχνε η Νύχτα στον ουρανό να κατεβάσει μια χούφτα αστέρια, το Σκοτάδι της έδειξε κάτι που λαμπύριζε λίγο πιο πέρα στη μέση του δρόμου.
Η Νύχτα έσκυψε και είδε ότι ήταν ένα μικρό αστέρι που στραφτάλιζε το φως του, σαν ψάρι που ανέπνεε στην ξηρά. ''Πώς βρέθηκες εσύ εδώ''; Είπε η Νύχτα και το πήρε προσεκτικά στην αγκαλιά της. Το μικρό αστέρι πρώτα κοκκίνισε, ύστερα έγινε ροζουλί και στο τέλος πήρε ένα χρώμα μελί! Ήταν τόσο όμορφο και φωτεινό που το Σκοτάδι βγήκε από την κρυψώνα του και χαμογέλασε.
Τότε μισοφωτίστηκε η έρημη κι απόμερη γωνιά της πόλης.
- Πώς σε λένε αστέρι - αστεράκι;
- Διομελένια με λένε, είπε αυτό κι αφού γαλαζοπρασίνισε ξανάγινε μελί!
- Και πού μένεις Διομελένια;
- Ουρανού και Σελήνης 4, ζαλίστηκα κι έπεσα εδώ, είπε και χρυσαφοκιτρίνισε, πριν γίνει πάλι μελί!
Το Σκοτάδι είχε πλησιάσει τόσο πολύ το αστέρι που φωτίστηκε κι άλλαζε κι αυτό χρώματα.
- Θέλω να μείνεις για πάντα εδώ. Να σ'αγαπώ και να με φωτίζεις, είπε το Σκοτάδι.
- Όχι, θα με ψάχνει η γιαγιά μου η Πούλια, πρέπει να φύγω, είπε κι έσταξε ένα μικρό διαμαντάκι, σαν δάκρυ, στα πόδια της Νύχτας.
Το Σκοτάδι έσκυψε να σηκώσει το διαμαντάκι του αστεριού.
- Μπορώ τουλάχιστον να κρατήσω το διαμαντάκι σου; ρώτησε, μα το αστέρι είχε εξαφανιστεί.
Στο κατώφλι της γης, η γιαγιά η Πούλια είχε φέξει με το αστροφάναρό της κι αφού είδε τη Διομελένια, την πήρε από την αγκαλιά της Νύχτας και την καρφίτσωσε στο πέτο του ουρανού! Αμέσως άναψαν όλα τα φώτα της πόλης!
Η γιαγιά η Πούλια κι η Διομελένια γύρισαν πίσω στο σπίτι τους κι όλα στον ουρανό και στη γη ξανάγιναν γιορτινά και χαρούμενα! Με τα λαμπιόνια από τα χριστουγεννιάτικα δέντρα να αναβοσβήνουν μπροστά στα παράθυρα των σπιτιών!
Με τον Αϊ Βασίλη που κάθε τόσο πάρκαρε το έλκηθρο του στις σκεπές των σπιτιών για να ρίξει από τις καμινάδες τα δώρα των παιδιών και με τις νιφάδες χορεύτριες που είχαν στήσει τρελό χορό ολόγυρα στους γιορτινούς δρόμους!
Σκοτάδι κρυμμένο στην έρημη κι απόμερη μεριά της πόλης σταμάτησε να είναι μελαγχολικό και δεν ένοιωθε πια πλήξη, μοναξιά και μονοτονία, αφού έκρυβε μέσα του το διαμαντάκι του αστεριού! Κάθε τόσο έπαιζε με την αδερφή του τη Νύχτα και διασκέδαζαν αλλάζοντας χρώματα, όπως το αστέρι.
Ίσως σε κάθε σκοτάδι να υπάρχει κρυμμένο ένα τέτοιο μικρό διαμαντάκι!

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Πιάσε με

Σήμερα το πρωί ξεκίνησα νωρίς από το σπίτι μου για να πάω να στηθώ στην ουρά ωστε να εγγραφώ κι εγω επισήμως στις λίστες ανέργων της χώρας. Καθώς επέστρεφα σπίτι μου και στο μυαλό μου ειχα την, όχι και τόσο κολακευτική, εικόνα-σκέψη εμενα να ζητιανέυω τα χρήματα που το κράτος κοστολόγησε τη ζωή μου κάθε μήνα, και σκεπτόμενη παράλληλα οτι πρέπει να καταπιώ την αξιοπρέπειά μου σε διάφορους τομείς..
 περπατούσα και περπατούσα και περπατούσα.. ώσπου πέρασα κάτω από ένα μικρό μπαλκονάκι ενός υπερυψωμένου ισογείου διαμερίσματος. Αυτά τα μπαλκονάκια που ίσα χωράει μια καρέκλα κι αυτή με τα δυο από τα τέσσερα πόδια της μέσα στο δωμάτιο.
 Σε μιά τέτοια καρέκλα καθόταν ένας νεαρός που το πρόσωπό του πρόδιδε ότι μάλλον ήταν ένα απο αυτά τα ιδιαίτερα παιδιά της "οικογένειας του συνδρόμου Down".
Μέσα από το διαμέρισμα ακουγόταν η φωνή της Τσαλιγοπούλου να τραγουδάει "Πιάσε μεεε, αν μπορείς έλα και πιάσε μεε" τη συνόδευε με την όμορφη φωνή του κι ο νεαρός του μπαλκονιού" Καθώς πλησίαζα το βλέμμα μου έπεσε πάνω του, χαμογέλασα με την ομορφιά του και την ευτυχία του εκείνη τη στιγμή. Αυτός άπλωσε τα χέρια του από την κουπαστή του προστατευτικού του μπαλκονιου, και μου φωναξε τραγουδώντας "πιάαασε μεεεε, κοπέλαα, πιάσε με, αν μπορείς έλα και πιάσε με!!" μου προέτεινε τα χέρια του και τον έπιασα, στην αρχή το ένα του χέρι, μετά το άλλο.. και χορέψαμε!! Μαζί, εκείνος απο το μπαλκονάκι του κι εγώ στο πεζοδρόμιο..μας έβλεπαν οι γείτονες και ειμαι σίγουρη οτι κατα βάθος με ζήλευαν! όλα έφυγαν μακρυά, και οι σκέψεις και ο ο αεδ και τα προβλήματα.. αυτές οι λίγες στιγμές ήταν αρκετές για να χαμογελάω ακόμη 2 ωρες μετά..
Τελείωσε το τραγούδι, αφήσαμε τα χέρια και ο όμορφος καβαλιέρος μου, μου είπε: "Γεια σου κοπέλα! Ευχαριστω!"
Εγω σε ευχαριστώ όμορφε, εγώ! ειπά κι έφυγα.. καθώς απομακρυνόμουν τον ακουσα που φωναξε "Κοπέλααααα να ξανα-ρθεις.." και λίγα δευτερόλεπτα μετά τη φωνή του να τραγουδάει.. "πιάαασεεε μεεεε, αν μπορείς ελα και πιάσε μεεεε"

Εγώ ήμουν από τους τυχερούς που τον έπιασαν.. και ακόμη και τωρα που σας γραφω.. σιγοψιθυρίζω.. "πιάσε μεεε"

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

Από έρωτα..

Ένα πρωί καθώς πήγαινα στη δουλειά μου, ανέβηκε στο λεωφορείο ένας επιβάτης που ήταν φανερό ότι επρόκειτο για άνθρωπο που έκανε χρήση ναρκωτικών. Ηλικία απροσδιόριστη.. άλλωστε, έχουν ηλικία τα φαντάσματα; Όπως ήταν αναμενόμενο τράβηξε πολλά (αν όχι όλα) βλέμματα πάνω του κατά την είσοδό του. Ο ίδιος έψαξε το χώρο με το βλέμμα του και εντόπισε κάποιες άδειες θέσεις, πάει λοιπόν και κάθεται εκεί. Θυμάμαι ακόμη τί φορούσε, καρό καθαρό πουκάμισο κι ένα χακί παντελόνι. Τα ρούχα του περιποιημένα, ο εαυτός του όχι. (Αργότερα υπέθεσα ότι κάποια ηλικιωμένη μανούλα μάλλον φροντίζει να βρίσκει ο γιος της φρεσκοπλυμένα και σιδερωμένα ρούχα)

Κάθισε λοιπόν σε μια από τις "ανάποδες" θέσεις με αποτέλεσμα να τον έχω συνεχώς, στο οπτικό μου πεδίο. Τον έβλεπα και σκεφτόμουν αν η οικογένεια του είχε αντιληφθεί εγκαίρως το πρόβλημά του και αν ειχαν προσπαθήσει να τον βοηθήσουν, όπως είπα και πριν ήταν περιποιημένα τα ρούχα του, φαινόταν οτι κάποιος φρόντιζε γι αυτά, αρα κάποιος τουλάχιστον τον αγαπούσε. Από τις σκέψεις μου αυτές με έβγαλε μια του κίνηση, η κίνηση που έκανε για να βγάλει από την τσέπη του ένα μικρό διπλωμένο χαρτάκι.. άρχισε να το ξεδιπλώνει, μελάνια σε χρώματα πολλά.. οπως το άνοιγε παρατήρησα ότι ήταν αυτά τα χαρτιά με τους αγώνες του στοιχήματος του οπάπ. "Παμε στοιχημα" έγραφε πάνω. Όσο ξεδίπλωνε είχα ήδη καταλάβει τί γινόταν μπροστά μου. αλλά αρνιόμουν να το πιστέψω.. μέχρι που άνοιξε καλά το χαρτάκι το στερέωσε ανάμεσα στον αντιχειρα και τον μέσο, ενώ με το δείκτη συγκρατούσε τη σκόνη που ήταν "κρυμμένη" για να μην πέσει. Με το άλλο χέρι έβγαλε ένα κομμένο κόκκινο καλαμάκι κι άρχισε εκεί μπροστά σε όλους να "σνιφάρει"! Ό,τι απέμεινε με μια γρήγορη σχετικά κίνηση γεμάτη λαχτάρα, άρχισε να το γλύφει από το χαρτάκι! Ξαναδίπλωσε το χαρτάκι και το έβαλε στην τσέπη του. Οι συνεπιβάτες τον κοιτούσαν, άλλοι κουνουσαν το κεφάλι τους, άλλοι χαζογελούσαν δείχνοντας τον, άλλοι έστρεφαν το κεφάλι τους άλλου, αλλά τα μάτια τους εκεί, καρφωμένα πάνω του! Εγώ σκέφτηκα οτι ήμουν πολύ τυχερή που δεν ήταν μαζί η κόρη μου. Πώς θα απαντούσα στις ερωτήσεις που θα γεννούσε το μυαλουδάκι της; Όμως κανείς δε μίλησε, ούτε κι εγω..
Αμέσως μετά, έβγαλε κι άλλο χαρτάκι "Πάμε στοίχημα" έγραφε κι αυτό, ξεκινά μια παρόμοια διαδικασία μόνο που τώρα η σκόνη που "κοιμόταν" μέσα δεν ήταν τόσο άσπρη όσο η προηγούμενη, ήταν λίγο πιο.. καφέ, πιο "βρώμικο" λευκό. Ανατρίχιασα, δεν ήθελα να πιστέψω αυτό που έβλεπα. Κι όμως ο τύπος αυτός, έβγαλε κάποια σύνεργα και άρχισε να προετοιμάζεται να "σουτάρει" εκεί μες το λεωφορείο! Πάλι κανείς δε μίλησε ούτε κι εγω.. ήταν άλλωστε η στάση μου έπρεπε να κατέβω.

Κατέβηκα και καθώς το σκεφτόμουν αυτό το περιστατικό άρχισα να θυμώνω με τον εαυτό μου!! Κατ' αρχήν θύμωσα που το πρόβλημα μου ήταν οτι ο άνθρωπος αυτός έκανε χρήση μέσα στο λεωφορείο και όχι το οτι έκανε χρήση γενικά!! Το πού ήταν αυτό που μας πείραξε; ή ότι υπάρχουν αιτίες που τον έσπρωξαν εκεί κι άνθρωποι-τέρατα που του πουλάνε αυτό το δηλητήριο; Αν αυτός ο άνθρωπος ήταν πατέρας μου, αδελφός μου, γιος μου θα ήθελα οι συνάνθρωποι να τον κοιτάνε και να μην τον βλέπουν; να τον προσπερνάνε και να μην ενοχλούνται για τίποτα παρα μόνο για το ότι τους χάλασε την αισθητική τους πρωί-πρωί;

Θύμωσα και με τους άλλους, γιατί κανείς δεν βρέθηκε να κάνει κάτι διαφορετικό, όλοι κάναμε την "πάπια"! Κι αφού μας ενοχλούσε, κανείς δεν είχε τα "κότσια" να του κάνει παρατήρηση. Να του δώσει έστω κι έτσι κάποια σημασία. Η αλήθεια είναι οτι τον φοβόμασταν! Ναι! Φοβόμασταν να του μιλήσουμε, την ίδια ώρα που κι εκείνος (και το πιστεύω αυτό) φοβόταν εμάς!

Αυτές τις σκέψεις μου αργότερα μέσα στη μέρα τις μοιράστηκα με τον "άλλο μου εαυτό", έναν άνθρωπο δικό μου με τον οποίο συζητάω τα πάντα σα να μιλάω στον εαυτό μου, σε εκείνον δε ντρεπόμουν να πώ αυτά που ένοιωσα. Κι όμως ακόμη είχα αυτή την πίκρα του "γιατί δεν μίλησα;"


Δυο - τρεις μέρες αργότερα στην ίδια στάση που είχε ανέβει την προηγούμενη φορά, την ίδια ώρα ο ίδιος άνθρωπος μπήκε στο λεωφορείο. Ίδιες κινήσεις, "σκάναρε" το χώρο, βρήκε διαθέσιμη θέση, έκατσε κι έβγαλε απο την τσέπη του το χαρτάκι που έγραφε "πάμε στοίχημα".. Ειχα μπροστά μου έναν άνθρωπο που "έπαιζε στοιχημα" την ίδια του τη ζωή! Χωρίς να το πολυσκεφτώ, πήγα και κάθισα δίπλα του. Οι συνεπιβάτες σχεδόν κρατούσαν την αναπνοή τους. Κάθισα εκεί δίπλα του κι αυτός συνέχιζε τα όσα έκανε. Έσκυψα προς το μέρος του και τον ρώτησα : "Γιατί ρε φιλαράκο μου; γιατί;" (Η αλήθεια είναι οτι περίμενα να με βρίσει το λιγότερο)
Σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε με ένα βλέμμα που δεν μπορώ να το περιγράψω,  άδειο και ταυτόχρονα ζωηρό. Παγωμένο και ταυτόχρονα ζεστό και υγρό. Φοβισμένο και αποφασιστικό μαζί.
"Πίνω για να γαμήσω το μυαλό μου!" αυτή ήταν η απάντηση που πήρα.. "να γαμήσω το μυαλό μου" !
Το μόνο που σκέφτηκα να του πώ εκείνη την ώρα ήταν : "Αν θες να γαμήσεις το μυαλό σου, άσε τις χημείες κι ερωτέψου ρε!"  Τότε κάτι σαν χαμόγελο ειρωνικό πήγε να σχηματιστεί στο πρόσωπό του και μου ήρθε η απάντηση κεραυνός! "Από έρωτα την πάτησα κοπελιά! Από έρωτα! έγινα έτσι για ένα μουνί!"
Τον προέτρεψα να με κοιτάξει στα μάτια  η καρδιά μου χτυπούσε πολύ δυνατά, δεν ήξερα ούτε τί έκανα ούτε γιατί. "Κοίτα με, κοίτα με στα μάτια!!" του ειπα.. αυτός πολύ δειλά σήκωσε τα μάτια του και με κοίταξε, του είπα αυτό που έβλεπα: "Κάτω από τη μάσκα που το δηλητήριο που ποτίζεις το κορμί και την ψυχή σου, εχει φτιάξει στο πρόσωπό σου, εγώ βλέπω έναν άντρα όμορφο και δυνατό που πολλές κοπέλες θα ΄ήθελαν να έχουν δίπλα τους! Αρκεί.. να βγάλεις τη μάσκα που σου φόρεσε το δηλητήριο, κι αυτή τη μάσκα μόνο εσύ μπορείς να τη βγάλεις και να την πετάξεις μακρυά!"
Στο άκουσμα αυτής μου της φράσης ο άνθρωπος δίπλα μου ΕΛΑΜΨΕ! Τελικά αυτό που χρειαζόταν ήταν ένας άνθρωπος να μιλήσει. Μου είπε κι άλλα πολλά που δε θέλω (νομίζω είναι αδιακρισία) να τα γράψω εδώ. Όμως θέλω να μοιραστώ μαζί σας κάποιες λεπτομέρειες.

Ο άνθρωπος αυτός λαχταρούσε να μιλήσει και κάποιος να τον ακούσει ακόμη κι αν έλεγε σαχλαμάρες  Να δείξει κάποιος ενδιαφέρον στα όσα τον απασχολούν.
Οι συνεπιβάτες στη ροή της διαδρομής άρχισαν να κοιτάνε εμένα σαν τρελή! (μπορεί και να είμαι)

Όλοι είχαν αποστροφή στο βλέμμα τους, κανείς δεν καταδέχτηκε να χαμογελάσει ή έστω να κοιτάξει το συνομιλητή μου.

Μια κυρία όταν κατέβαινα  τραβήχτηκε να μην την ακουμπήσω. Μάλλον η ευγένεια λερωνει..

Ο άνθρωπος αυτός μάλλον οταν κατέβηκα εγω συνέχισε ό,τι ειχε ξεκινήσει να κάνει, όμως έστω και για λίγα λεπτά έπαψε να σκέφτεται την "παραμύθα" του κι αυτό, βοήθησα εγώ να γίνει,  κάτι για το οποίο θα καμαρώνω σε όλη μου τη ζωή! (μακάρι να ειχα τον τρόπο και τις γνώσεις να έκανα κάτι παραπάνω από αυτή την ολιγόλεπτη παράταση)

Όταν έφτασα στη στάση μου του είπα: "Εδώ κατεβαίνω"  μου είπε.. "Να 'σαι καλά!" και όταν διέσχιζα τον δρόμο τον είδα που με κοιτούσε απο το παράθυρο του λεωφορείου.

Είμαι σίγουρη οτι οι συνεπιβάτες μου σιχαίνονταν να κοιτάξουν τον ταλαιπωρημένο ανθρωπο δίπλα μου, αλλά τον κοστουμαρισμένο με το πανάκριβο αυτοκίνητο διακινητή του δηλητηρίου που δηλώνει "επιχειρηματίας" θα ήταν περήφανοι να τον έχουν σε ένα τραπέζι στο σπίτι τους, να κάθεται δίπλα στα παιδιά τους.

Τελευταία λεπτομέρεια, εύχομαι κάθε μέρα από τότε, ο άνθρωπος αυτός να βρει κουράγιο να (ξανά) ερωτευτεί και να γαμήσει έτσι το μυαλό του, μόνο ο έρωτας μπορεί να τον "σώσει" γιατί ο έρωτας είναι ζωή! Κι αφού αυτός τον έμπλεξε.. τώρα οφείλει να τον ξεμπλέξει!

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

Βαρέα και ανθυγιεινά



Τον τελευταίο καιρό κατακλύζομαι από πολύ έντονα συναισθήματα βιώνοντας έντονες καταστάσεις.
Συγκίνηση, χαρά, θυμός, περηφάνια, λύπη.. όλα μα όλα στο ΜΕΓΙΣΤΟ βαθμό. θα μπορούσα να γράψω για όλα αυτά τα συναισθήματα και τις αιτίες τους και για το καθένα ξεχωριστά, αλλά θα σταθώ σε ένα περιστατικό μόνο, αφενός για να μη γίνω φλύαρη μετά από τόσους μήνες απουσίας από τη μπλογκόσφαιρα και αφετέρου, ακριβώς επειδή είναι όλα τόσο μα τόσο έντονα, τους αξίζει ξεχωριστή αναφορά για το κάθε ένα! 

Γυρίζω σπίτι μου αργά, μετά από μια πολύ δύσκολη ημέρα με πολλά απρόοπτα και δύσκολες καταστάσεις. Καυγάδες, νεύρα, ατυχίες.. (τέλος πάντων μία από αυτές τις ημέρες που ο Μέρφυ εχει νικήσει τον Κοέλλιο κι εσύ εύχεσαι να ξημερώσει η επόμενη όσο πιο σύντομα γίνεται! ) και κάθομαι στον υπολογιστή να τσεκάρω τα μέιλ μου. 
Στο σπίτι φιλοξενώ και τους γονείς μου οι οποίοι μόλις νωρίτερα το απόγευμα επέστρεψαν στο σπίτι μετά από πολυήμερη νοσηλεία του πατέρα μου σε νοσοκομείο της πόλης. Πάω να κάτσω λίγο κοντά τους να μάθω τα νέα τους μιλάμε για λίγο και τους αφήνω στο σαλόνι καθώς πάω προς το παιδικό δωμάτιο να κάτσω λίγο και με την κόρη μου πριν κοιμηθεί. Πριν ανοίξω την πόρτα του δωματίου της ακούω έναν θόρυβο από το σαλόνι, έναν γδούπο.. αμέσως πάγωσα.. ήξερα τί είχε συμβεί.. ο πατέρας μου στην προσπάθειά του να σηκωθεί από τον καναπέ και να καθίσει στο "καροτσάκι" του ώστε να πάει στο δωμάτιο του για να κοιμηθεί.. δεν άντεξαν τα πόδια του και είχε πέσει κάτω .. στο πάτωμα! Τρέχω κοντά του να τον βοηθήσω.. οι μύες του όμως δεν έχουν πιά καμία δύναμη και πρέπει να βάλω το μυαλό μου να δουλέψει με ποιό τρόπο εγώ και η μητέρα μου θα βοηθήσουμε τον αδύναμο μεν, υπέρβαρο δε πατέρα μου να σηκωθεί. Είναι πολύ δύσκολο να το καταφέρουμε και οι πρώτες προσπάθειες δεν απέδωσαν. Γύρισα προς τον καναπέ, να πάρω τα μαξιλάρια του και να τα τοποθετήσω διαδοχικά το ένα μετά το άλλο κάτω απο το σώμα του πατέρα μου ετσι ώστε σταδιακά να αυξηθεί η απόσταση του απο το έδαφος και να βοηθηθεί κι εκείνος στην προσπάθειά του/μας να σηκωθεί και να κάτσει σε μια καρέκλα, μέσα στα κλάσματα δευτερολέπτου που μεσολάβησαν ειδα τον άλλοτε "γίγαντα" πατέρα μου να κείτεται στο πάτωμα και να κλαίει σα μωρό.. ψιθυρίζοντας "σακατεύτηκα τελείως, αχρηστεύτηκα!" Μόλις τον ειδα έτσι αυτόματα στο κεφάλι μου έγινε ενα απίστευτο flash back... γύρισα πίσω, τότε που ο πατέρας μου έφευγε ξημερώματα για να γυρίσει νύχτα, δουλεύοντας πάντα πολύ σκληρά, δουλειές χειρονακτικές κυρίως, τον είδα να σηκώνει δέματα ξύλων "σουηδικών" και να τα φορτώνει στο φορτηγό σα να ήταν πούπουλα. Γύρισα πίσω τότε που του έλεγαν οι φίλοι του "σκληρή δουλειά κάνεις Μιχάλη μου.." και συμπλήρωναν πριν απαντησει ο ίδιος "δεν πειράζει όμως, σου κολλάνε βαρέα, όταν έρθει η ώρα θα πάρεις καλή σύνταξη"..
Και η μάνα μου του έλεγε "Πρόσεχε λίγο βρε Μιχάλη μου, μη κουράζεσαι τόσο πολύ.. " κι εκείνος της απαντούσε.. "μη φοβάσαι γυναίκα, αντέχω.. και μου βάζουνε βαρέα, θα πάρουμε σύνταξη καλή.. και στα γεράματά μας, θα έχουμε παντρέψει τις κόρες μας και θα σε έχω βασίλισσα.. όπου θες θα σε πηγαίνω".. αυτό παντα ήταν η παρηγοριά τους.. "δουλεύω τώρα σαν το σκυλί αλλά όταν έρθει η ώρα θα αποζημιωθώ.. 14.000 βαρέα και ανθυγιεινά ένσημα μάζεψα Περσούλα μου, θα πάρουμε σύνταξη καλή.. Βασίλισσα, θα σ' έχω!"  Τώρα στα 63 χρόνια του και αφού εχει σκοτώσει τον οργανισμό του κουβαλώντας από τα 15 του ξύλα, τροπικά, σουηδικά και μελαμίνες χωρίς παράπονο ποτέ  και όταν λύγιζε πάντα έλεγε "μου κολλάνε βαρέα, θα πάρω σύνταξη καλή" .. τώρα, μετά από τόσο κόπο γι αυτά τα γαμημένα "βαρέα" είναι εδώ μπροστά μου, στο πάτωμα του σπιτιού μου, ανύμπορος να σηκωθεί και κλαίει.. κλαίει σα μωρό.. ποιός; ο ΓΙΓΑΝΤΑΣ! αυτός που δέσποζε πάντα και παντού και λόγω όγκου (πανύψηλος και παχύς) αλλά και λόγω ιδιοσυγκρασίας και ταυτότητας (και γι αυτό ίσως να χάλασαν κάπως οι σχέσεις μας όσο μεγάλωνα . του μοιάζω λένε) αυτός ο Μιχάλης που θαύμαζαν όλοι για τη δυναμη του.. αυτός.. αυτός με κοιτάει τωρα στα μάτια και με παρακαλάει να βρω τρόπο να τον βοηθήσω γιατί πονάει.. με παρακαλάει βουβά.. κι εγω πρέπει τωρα να πάρω τη θέση του και να γίνω εγώ ο γίγαντας που θα φροντίσω για όλους. που θα σκεφτω ψυχραιμα και αποφασιστικά, εγω  θα πρέπει να γίνω ο γίγαντας που θα βρει τη λύση που θα τον βοηθήσει και κυρίως πρεπει να γίνω ο γίγαντα που θα κρύψει τα δάκρυα από τα μάτια μου και θα βγάλει τον κόμπο απο το λαιμό, να μη τα δει ο γίγαντας που έχω μπροστά στα πόδια μου... Κι έγινα.. όσο δύσκολο κι αν ήταν.. γιγαντωθηκα εγω για να μη "συρρικνωθεί" κι άλλο ο πατέρας μου. Πάτησα στα πόδια μου γερά, πήρα το αυστηρό μου και ειπα με αυτοπεποίθηση "δωσε μου τα χέρια σου, βάλε κόντρα στα ποδια μου, μή φοβάσαι δεν πονάω, και μόλις σου πώ βάλε λίγη δύναμη.. εχε μου εμπιστοσύνη, θα τα καταφέρουμε μπαμπάκα!"
και "με το τρία" τον τράβηξα.. κι έβγαλα μια κραυγή.. μια κραυγή γίγαντα.. την κραυγή που βγάζουν οι γίγαντες όταν πονάει το σώμα και η ψυχή τους.. και έβαλα κι άλλη κόντρα στα πόδια μου.. και φώναξα "λίγο ακόμη ρε μπαμπάκα, λίγο ακόμη μη τα παρατάς.. ΤΩΡΑ πάμε σφίξε κοιλιακούς πάμε σου λέω!" και τα καταφέραμε! Ο γίγαντας Μιχάλης ήταν πια πάνω στον καναπέ, λαχανιασμένος και γελαστός, εγώ ειχα γίνει πάλι μικρή στα λογικά μου μεγέθη.. έσυρα κοντά του την πολυθρονίτσα του, έβαλα το φρένο, του λέω: "Ελά τώρα μπορείς και μόνος σου!" μου ειπε "δωσε μου το χέρι σου να βάλω κόντρα" του το έδωσα.. τώρα ο Γίγαντας ήταν στο θρόνο του.. στον θρόνο που ποτέ δεν φαντάστηκε οτι θα είχε όταν έλεγε στη μανα μου "θα σε κάνω βασίλισσα".. Πότε δεν υποψιάστηκε οτι σκοτώνοντας τον εαυτό του για τα "βαρέα" η σύνταξη η καλή που του υπόσχονταν θα ήταν σκάρτα 500€  όταν το μηνιαίο κόστος θεραπείας του θα ξεπερνάει τα 800€..
 Κι εγω βλέποντας τον σε αυτό το θρόνο θύμωσα. Θύμωσα γιατί τον στερήθηκα πολύ, δεν τον ειχα διπλα μου όταν τον χρειαζόμουν γιατί πάλευε για τα "βαρέα, θα έπαιρνε σύνταξη καλή, και με τη μανα μου στα γεράματα θα πέρναγαν βασιλικά.. άξιζε τον κόπο.. έλεγαν!" 

Πιο πολύ θύμωσα όμως γιατι με είδα έμενα εκεί στη θέση του.. σε έναν παρόμοιο ίσως "θρονο" χρόνια μετά.. και την κόρη μου απέναντι μου.. να σκέφτεται. "Θυμωσα.. γιατί όταν τη χρειαζόμουν εκείνη δούλευε 12ωρα και δεν της "κόλαγαν" ουτε κάν βαρέα. χαζή μαμα.." 


Σάββατο 21 Απριλίου 2012

M' αγαπάς μωρε;

Είναι ωραίο να σου λένε "Σ' αγαπώ"! Ακόμη πιο ωραίο να  νιώθεις ότι πράγματι σε αγαπά αυτός που στο λέει.. και δεν το λέει έτσι για να το πει... αλλά ας μη το βαρύνω τώρα. Όλοι μας λοιπόν θέλουμε να το ακούμε και όταν δεν μας το λένε ρωτάμε για να μας απαντήσουν και να το ακούσουμε. Μερικές φορές κι εμείς που τόσο μας αρέσει να το ακούμε.. "ξεχνάμε" να το πούμε κι εμείς με τη σειρά μας εκεί που πρέπει. και τότε μας ρωτάν εμάς. "Μ' αγαπάς;" και απαντάμε εμείς "ναι!" ή "πολύ" ή "φυσικά και σ'αγαπώ" άλλοτε το εννοούμε, άλλοτε όχι και 100%, και κάποιες άλλες φορές το λέμε ή και το ακούμε αυτό το πολυπόθητο "Σ'αγαπώ" μόνο από συνήθεια ή και από υποχρέωση (μάλιστα, μάλιστα από υποχρεωση!) αλλά πάλι θα το σοβαρέψω και δε θέλω, τουλάχιστον όχι απόψε, ίσως μια άλλη ανάρτηση να αφιερωθεί στο "σ'αγαπώ της υποχρέωσης".

Σήμερα λοιπόν.. γυρίζω από τη δουλειά και στον καθρέφτη του ασανσέρ της πολυκατοικίας με κοιτούσα και δε με γνώριζα.. πόσο γερασμένη, άσχημη, κουρασμένη και "σπασμένη" μου φάνηκε η κυρία της αντανάκλασης που γύρισα πίσω μου να δω αν είχε μπει και κανείς άλλος μαζί μου στο ασανσέρ χωρίς να το καταλάβω, δεν ήθελα να πιστέψω ότι ΕΓΩ ήμουν αυτό το.. πράγμα που έβλεπα! Γύρισα το βλέμμα μου αλλού να μη τη βλέπω αυτήν εκεί την ταλαίπωρη. Καθώς εστίασα λοιπόν στις γρατζουνιές του τοίχου του φρεατίου που "κατέβαιναν" καθώς περνούσαν οι όροφοι ακούω από πίσω μου ένα "ψιιιιτ"!! Γυρίζω..  δεν βλέπω κανέναν και τίποτα! Με την άκρη του ματιού μου βλέπω αυτή την ασχημούλα της αντανάκλασης να μου γνέφει.
-Ψιιτ, εσένα μιλάω καλέ!
-Εμενα;;;; τί θέλετε;
-Άσε τον πληθυντικό και τις τυπικούρες! Πες μου μ' αγαπάς;;; 
-Ορίστε; 
-Μ' αγαπάς;
-ΕΕΕ.. ποιά εισαι;
-εσύ είμαι, πες μου τώρα.. μ' αγαπάς;
-τι εννοείς.. βέβαια και .. νομίζω δηλαδή πώς..
-Μ' αγαπάς μωρέ;; ή δε μ' αγαπάς;
-ε, όχι! Δε σ'αγαπάω! Γιατί να σε αγαπάω; σε ξέρω; με νοιάζεσαι; σε νοιάζομαι; με προσέχεις; Πώς να σε αγαπώ αν δεν ισχύουν όλα αυτά; 
-Εγώ σε αγαπάω! Σε νοιάζομαι, σε φροντίζω.. σε προστατεύω, γερνάω εγώ για να μένεις φρέσκια εσύ! Κλαίω εγώ για να γελάς εσύ, πονάω εγώ για να χαίρεσαι εσύ.
-Μα πώς..
-M' αγαπάς μωρέ;

Στο σημείο αυτό λοιπόν έφτασα και στον όροφό μου βγήκα βιαστικά χωρίς να κοιτάξω πίσω μου και μπήκα γρήγορα στο διαμέρισμα. Πέταξα την τσάντα μου στον καναπέ και σωριάστηκα και 'γω δίπλα της. "Πολύ κουράστηκα σήμερα, τα 'χω παίξει τελείως, παραισθήσεις!" σκέφτηκα και με πήρε ο ύπνος καθώς έφερνα στο μυαλό μου την εικόνα της ταλαιπωρημένης κυριούλας του ασανσέρ.. έκλεισα τα μάτια μου και την είδα πάλι μπροστά μου.. αυτή τη φορά τα μάτια της πίσω από τους μαύρους κύκλους μου φάνηκαν κάπως πιο λαμπερά ή μήπως υγρά;.. πάντως διαφορετικά.
Μου είπε με σιγανή φωνή: "φταις! εσύ φταις.. εσύ που δε μ' αγαπάς, δε μ' αγαπάς όσο μου πρέπει, με αδικείς και με κουράζεις. Όσο δε μ' αγαπάς εσύ, τόσο σε αγαπώ εγώ όμως.. και θέλω να σε βλέπω να χαμογελάς! Σκέψου και πές μου τελικά.. μ' αγαπάς μωρέ ή δε μ' αγαπάς;" και η φωνής της άλλαζε και γινόταν πιο λεπτή και πιο χαρούμενη μεχρι που έγινε ίδια με τη φωνή της κόρης μου, άνοιξα τα ματια μου, ειδα την ομορφη κορη μου να είναι χαμογελαστή πανω απο το κεφάλι και τραγουδούσε χαρούμενα το τραγούδι που ακουγόταν απο τον υπολογιστή ...


"Μ' αγαπάς μωρέεεε; ή δε μ' αγαπάς!.. πές μου αν το θελεις τωρα...."


Δε μπορω να μην αναφερω εδω οτι το συγκεκριμενο τραγουδι το επιστρατεύουμε με έναν πολύ αγαπημενο μου φίλο καθε φορα που θέλουμε να φτιάξουμε ο ένας το κέφι του άλλου.
Η μικρή μου δε, το βρίσκει πολύ ωραίο και ρυθμικό, "σαν παιδικό τραγουδάκι" όπως λέει η ίδια :)


Παρασκευή 9 Μαρτίου 2012

Άτιτλο



Σήμερα το απόγευμα λίγο πριν τις 15:00 βρέθηκα για άλλη  μια φορά αντιμέτωπη με την καθημερινή εικόνα του κέντρου της Αθήνας. Κόσμος να τρέχει να προλάβει τα φανάρια, άλλοι να περιμένουν το λεωφορείο που θα τους παει σπίτι τους και δίπλα τους ΑΚΡΙΒΩΣ κάποιοι άλλοι πουλάνε και άλλοι αγοράζουν ΘΑΝΑΤΟ! Κυριολεκτικά.. Άνθρωποι κάθε ηλικίας και φύλου βρίσκονται καθισμένοι σε ένα πεζούλι και τρυπάνε το κορμί τους αφήνοντας το δηλητήριο να μπει στις φλέβες τους κατασπαράζοντας το μυαλό, το κορμί και τέλος την ίδια τους τη ζωή. Εικονα πλέον καθημερινή και επι 24ωρου βάσεως σρο κέντρο της πόλης, ακόμη και σε μερη παραδοσιακά πολυσύχναστα που μεχρι πρότινως κανεις δε θα φανταζοταν οτι θα εβλεπε αυτες τις εικόνες και μάλιστα μερα-μεσημερι.. Παρακάτω επισυνάπτω 2 φωτογραφίες κακοτραβηγμενες απο κινητό, αλλα δεν θα μπορουσε να ήταν αλλιώς αφενός γιατι αν "στηθεις" να βγαλεις φωτογραφία και σε παρει χαμπαρι ο πρεζεμπορας θα ψαχνουν οι δικοί σου φωτογραφία γα τις αφίσσες "missing person" και αφετερου διοτι δεν θελω και δεν πρέπει να φαινονται τα πρόσωπα των ανθρωπων αυτών.. οι οποίοι ειναι ευάλωτοι και φυσικά εχουν οικογενεια..
Σημερα ειδα με τα ματια μου να γινονται μαθηματα "τρυπηματος" σε προφανως νέους, άμαθους χρήστες! Είδα κύριο κουστουμαρισμένο, καλοβαλμένο, με τον χαρτοφύλακα στο χερι, να μπαινει στο παρκάκι πίσω απο τη βιβλιοθηκη να καθεται στο πεζουλι, να σηκωνει το μανικι να τρυπιεται και λίγη ώρα μετα να φευγει, ποιος ξερει, ίσως για να γυρισει στο γραφειο του...
Ειδα βαποράκι σαν άλλος πλανόδιος πωλητης να περιφερεται με μια συριγγα στο χέρι διαφημίζοντας έτσι την πραμματεια του κοιταζοντας τους περαστικούς στα ματια με νόημα! Ολοι πια ειναι υποψηφιοι πελάτες! Τις προάλλες ειδε με μεγαλη στενοχωρια στην πλάκα ενα παιδακι ήταν δεν ήταν 15 χρονων να σηκώνει το μανίκι και να καρφωνει τη συριγγα οσο οι συνομήλικοι φίλοι του "κραταγαν" τσιλιες!
Σημερα παλι μπήκα στον πειρασμο να κανω αισθητη την παρουσία μου να δω αν θα αντιδρασει καποιος και πώς; Ειδα εναν ανδρα που ειχε σηκώσει το παντελόνι του και προσπαθουσε να βρει φλέβα στη γάμπα του. Τον κοιταξα επίμονα κρατωντας καποια αποσταση, αυτος δε μου εδωσε καμμια απολύτως σημασία, παρόλο που με ειδε και συναντηθηκαν για αρκετη ωρα τα βλεματα μας.. ομως ο "πλανόδιος" που ανεφερα πιο πανω κι άλλος ενας προφανώς "τσιλιαδόρος" με πλησίασαν αποφασιστηκά κάνοντας μου ενα νευμα με το κεφαλι.. προσποιήθηκα οτι μιλάω στο κινητο και χαιρετησα με αφελεια.. Αυτη την κινηση βεβαια δεν θα τομλούσα ουτε να τη σκεφτω στην απέναντι πλευρα του πεζοδρομίου προς το πνευματικό κέντρο και τη Νομική.. εκεί δεν σηκώνουν τετοια! Μπορεις να περνας και να ξαναπερνας όσες φορες θέλεις αρκεί ομως να μη σηκώσεις το βλέμμα σου στα πρόσωπα τους! Οχι τοσο των χρηστών.. όσο των τυπων που εκεί εχουν στησει τη μπίζνα τους! Βλέποντας και πολλά ανήλικα παιδιά εκεί.. απευθυνθηκα σε έναν απο τους ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΟΥΣ αστυνομικούς των ΥΜΕΤ που βρισκονται κατα μηκος της οδου καθόλη τη διαρκεια του 24 ωρου, λέγοντας του. Δεν τους βλεπετε; εκεί ειναι, χωρις να κρυβονται και πουλάν ναρκωτικά σε ΠΑΙΔΙΑ! Δεν θα κανετε κατι; ειδοποιείστε οποιον αρμόδιο, ειναι επικίνδυνοι και το ξερετε καλύτερα απο εμενα!
 η απάντηση που πήρα ήταν: "εχεις κανεναν δικο σου εδω; αν οχι, τοτε μην ανακατευσαι!!"
"Ανακατεύομαι για να μην έχω ποτέ καποιον δικό μου εδώ, και κανείς αλλος να μη χρειαστει να ψαξει καποιον δικό του αναμεσα σε σκισμενα ρουχα και βρωμικες συριγγες"Αυτο ήθελα να απαντησω στο νεαρό "μπατσακο" ομως κότεψα! φοβούμενη "μην μπλεξω" και 'ίσως κατα βαθος "ανακουφισμενη" οτι την καλή μου πραξη την έκανα.. κι εγω η βολεμενη του καναπε μου.. που ειδα τους ανθρωπους αυτους σαν ντοκυμαντερ,κι εζησα κι εγω λίγο την εξαψη της αδρεναλίνης παραμυθιάζοντας τον εαυτο μου οτι έκανα κατι σοβαρό.. οτι προσπαθησα να αλλαξω τον κόσμο! Εγω εκανα το χρεος μου, ας παω τωρα σπίτι μου να φαω μήν κρυώσει και το φαγητό.. Τετοια ειμαι κι εγω.. μη νομίζεις..

 Αλλοι πιο έμπειροι κι αποφασισμενοι, άλλοι λίγο πιο διστακτικοί.. όμως όλοι τελικά εκαναν την ίδια κίνηση...
Κι αν τα χερια εχουν κουραστει και προσπαθουν να φυλάξουν τον οργανισμό "κρυβοντας" τις φλέβες.. η εξαρτηση δείχνει άλλον δρόμο.. φωνάζει "ε! ψιτ! εχεις και στο πόδι φλέβες"