Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

Από έρωτα..

Ένα πρωί καθώς πήγαινα στη δουλειά μου, ανέβηκε στο λεωφορείο ένας επιβάτης που ήταν φανερό ότι επρόκειτο για άνθρωπο που έκανε χρήση ναρκωτικών. Ηλικία απροσδιόριστη.. άλλωστε, έχουν ηλικία τα φαντάσματα; Όπως ήταν αναμενόμενο τράβηξε πολλά (αν όχι όλα) βλέμματα πάνω του κατά την είσοδό του. Ο ίδιος έψαξε το χώρο με το βλέμμα του και εντόπισε κάποιες άδειες θέσεις, πάει λοιπόν και κάθεται εκεί. Θυμάμαι ακόμη τί φορούσε, καρό καθαρό πουκάμισο κι ένα χακί παντελόνι. Τα ρούχα του περιποιημένα, ο εαυτός του όχι. (Αργότερα υπέθεσα ότι κάποια ηλικιωμένη μανούλα μάλλον φροντίζει να βρίσκει ο γιος της φρεσκοπλυμένα και σιδερωμένα ρούχα)

Κάθισε λοιπόν σε μια από τις "ανάποδες" θέσεις με αποτέλεσμα να τον έχω συνεχώς, στο οπτικό μου πεδίο. Τον έβλεπα και σκεφτόμουν αν η οικογένεια του είχε αντιληφθεί εγκαίρως το πρόβλημά του και αν ειχαν προσπαθήσει να τον βοηθήσουν, όπως είπα και πριν ήταν περιποιημένα τα ρούχα του, φαινόταν οτι κάποιος φρόντιζε γι αυτά, αρα κάποιος τουλάχιστον τον αγαπούσε. Από τις σκέψεις μου αυτές με έβγαλε μια του κίνηση, η κίνηση που έκανε για να βγάλει από την τσέπη του ένα μικρό διπλωμένο χαρτάκι.. άρχισε να το ξεδιπλώνει, μελάνια σε χρώματα πολλά.. οπως το άνοιγε παρατήρησα ότι ήταν αυτά τα χαρτιά με τους αγώνες του στοιχήματος του οπάπ. "Παμε στοιχημα" έγραφε πάνω. Όσο ξεδίπλωνε είχα ήδη καταλάβει τί γινόταν μπροστά μου. αλλά αρνιόμουν να το πιστέψω.. μέχρι που άνοιξε καλά το χαρτάκι το στερέωσε ανάμεσα στον αντιχειρα και τον μέσο, ενώ με το δείκτη συγκρατούσε τη σκόνη που ήταν "κρυμμένη" για να μην πέσει. Με το άλλο χέρι έβγαλε ένα κομμένο κόκκινο καλαμάκι κι άρχισε εκεί μπροστά σε όλους να "σνιφάρει"! Ό,τι απέμεινε με μια γρήγορη σχετικά κίνηση γεμάτη λαχτάρα, άρχισε να το γλύφει από το χαρτάκι! Ξαναδίπλωσε το χαρτάκι και το έβαλε στην τσέπη του. Οι συνεπιβάτες τον κοιτούσαν, άλλοι κουνουσαν το κεφάλι τους, άλλοι χαζογελούσαν δείχνοντας τον, άλλοι έστρεφαν το κεφάλι τους άλλου, αλλά τα μάτια τους εκεί, καρφωμένα πάνω του! Εγώ σκέφτηκα οτι ήμουν πολύ τυχερή που δεν ήταν μαζί η κόρη μου. Πώς θα απαντούσα στις ερωτήσεις που θα γεννούσε το μυαλουδάκι της; Όμως κανείς δε μίλησε, ούτε κι εγω..
Αμέσως μετά, έβγαλε κι άλλο χαρτάκι "Πάμε στοίχημα" έγραφε κι αυτό, ξεκινά μια παρόμοια διαδικασία μόνο που τώρα η σκόνη που "κοιμόταν" μέσα δεν ήταν τόσο άσπρη όσο η προηγούμενη, ήταν λίγο πιο.. καφέ, πιο "βρώμικο" λευκό. Ανατρίχιασα, δεν ήθελα να πιστέψω αυτό που έβλεπα. Κι όμως ο τύπος αυτός, έβγαλε κάποια σύνεργα και άρχισε να προετοιμάζεται να "σουτάρει" εκεί μες το λεωφορείο! Πάλι κανείς δε μίλησε ούτε κι εγω.. ήταν άλλωστε η στάση μου έπρεπε να κατέβω.

Κατέβηκα και καθώς το σκεφτόμουν αυτό το περιστατικό άρχισα να θυμώνω με τον εαυτό μου!! Κατ' αρχήν θύμωσα που το πρόβλημα μου ήταν οτι ο άνθρωπος αυτός έκανε χρήση μέσα στο λεωφορείο και όχι το οτι έκανε χρήση γενικά!! Το πού ήταν αυτό που μας πείραξε; ή ότι υπάρχουν αιτίες που τον έσπρωξαν εκεί κι άνθρωποι-τέρατα που του πουλάνε αυτό το δηλητήριο; Αν αυτός ο άνθρωπος ήταν πατέρας μου, αδελφός μου, γιος μου θα ήθελα οι συνάνθρωποι να τον κοιτάνε και να μην τον βλέπουν; να τον προσπερνάνε και να μην ενοχλούνται για τίποτα παρα μόνο για το ότι τους χάλασε την αισθητική τους πρωί-πρωί;

Θύμωσα και με τους άλλους, γιατί κανείς δεν βρέθηκε να κάνει κάτι διαφορετικό, όλοι κάναμε την "πάπια"! Κι αφού μας ενοχλούσε, κανείς δεν είχε τα "κότσια" να του κάνει παρατήρηση. Να του δώσει έστω κι έτσι κάποια σημασία. Η αλήθεια είναι οτι τον φοβόμασταν! Ναι! Φοβόμασταν να του μιλήσουμε, την ίδια ώρα που κι εκείνος (και το πιστεύω αυτό) φοβόταν εμάς!

Αυτές τις σκέψεις μου αργότερα μέσα στη μέρα τις μοιράστηκα με τον "άλλο μου εαυτό", έναν άνθρωπο δικό μου με τον οποίο συζητάω τα πάντα σα να μιλάω στον εαυτό μου, σε εκείνον δε ντρεπόμουν να πώ αυτά που ένοιωσα. Κι όμως ακόμη είχα αυτή την πίκρα του "γιατί δεν μίλησα;"


Δυο - τρεις μέρες αργότερα στην ίδια στάση που είχε ανέβει την προηγούμενη φορά, την ίδια ώρα ο ίδιος άνθρωπος μπήκε στο λεωφορείο. Ίδιες κινήσεις, "σκάναρε" το χώρο, βρήκε διαθέσιμη θέση, έκατσε κι έβγαλε απο την τσέπη του το χαρτάκι που έγραφε "πάμε στοίχημα".. Ειχα μπροστά μου έναν άνθρωπο που "έπαιζε στοιχημα" την ίδια του τη ζωή! Χωρίς να το πολυσκεφτώ, πήγα και κάθισα δίπλα του. Οι συνεπιβάτες σχεδόν κρατούσαν την αναπνοή τους. Κάθισα εκεί δίπλα του κι αυτός συνέχιζε τα όσα έκανε. Έσκυψα προς το μέρος του και τον ρώτησα : "Γιατί ρε φιλαράκο μου; γιατί;" (Η αλήθεια είναι οτι περίμενα να με βρίσει το λιγότερο)
Σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε με ένα βλέμμα που δεν μπορώ να το περιγράψω,  άδειο και ταυτόχρονα ζωηρό. Παγωμένο και ταυτόχρονα ζεστό και υγρό. Φοβισμένο και αποφασιστικό μαζί.
"Πίνω για να γαμήσω το μυαλό μου!" αυτή ήταν η απάντηση που πήρα.. "να γαμήσω το μυαλό μου" !
Το μόνο που σκέφτηκα να του πώ εκείνη την ώρα ήταν : "Αν θες να γαμήσεις το μυαλό σου, άσε τις χημείες κι ερωτέψου ρε!"  Τότε κάτι σαν χαμόγελο ειρωνικό πήγε να σχηματιστεί στο πρόσωπό του και μου ήρθε η απάντηση κεραυνός! "Από έρωτα την πάτησα κοπελιά! Από έρωτα! έγινα έτσι για ένα μουνί!"
Τον προέτρεψα να με κοιτάξει στα μάτια  η καρδιά μου χτυπούσε πολύ δυνατά, δεν ήξερα ούτε τί έκανα ούτε γιατί. "Κοίτα με, κοίτα με στα μάτια!!" του ειπα.. αυτός πολύ δειλά σήκωσε τα μάτια του και με κοίταξε, του είπα αυτό που έβλεπα: "Κάτω από τη μάσκα που το δηλητήριο που ποτίζεις το κορμί και την ψυχή σου, εχει φτιάξει στο πρόσωπό σου, εγώ βλέπω έναν άντρα όμορφο και δυνατό που πολλές κοπέλες θα ΄ήθελαν να έχουν δίπλα τους! Αρκεί.. να βγάλεις τη μάσκα που σου φόρεσε το δηλητήριο, κι αυτή τη μάσκα μόνο εσύ μπορείς να τη βγάλεις και να την πετάξεις μακρυά!"
Στο άκουσμα αυτής μου της φράσης ο άνθρωπος δίπλα μου ΕΛΑΜΨΕ! Τελικά αυτό που χρειαζόταν ήταν ένας άνθρωπος να μιλήσει. Μου είπε κι άλλα πολλά που δε θέλω (νομίζω είναι αδιακρισία) να τα γράψω εδώ. Όμως θέλω να μοιραστώ μαζί σας κάποιες λεπτομέρειες.

Ο άνθρωπος αυτός λαχταρούσε να μιλήσει και κάποιος να τον ακούσει ακόμη κι αν έλεγε σαχλαμάρες  Να δείξει κάποιος ενδιαφέρον στα όσα τον απασχολούν.
Οι συνεπιβάτες στη ροή της διαδρομής άρχισαν να κοιτάνε εμένα σαν τρελή! (μπορεί και να είμαι)

Όλοι είχαν αποστροφή στο βλέμμα τους, κανείς δεν καταδέχτηκε να χαμογελάσει ή έστω να κοιτάξει το συνομιλητή μου.

Μια κυρία όταν κατέβαινα  τραβήχτηκε να μην την ακουμπήσω. Μάλλον η ευγένεια λερωνει..

Ο άνθρωπος αυτός μάλλον οταν κατέβηκα εγω συνέχισε ό,τι ειχε ξεκινήσει να κάνει, όμως έστω και για λίγα λεπτά έπαψε να σκέφτεται την "παραμύθα" του κι αυτό, βοήθησα εγώ να γίνει,  κάτι για το οποίο θα καμαρώνω σε όλη μου τη ζωή! (μακάρι να ειχα τον τρόπο και τις γνώσεις να έκανα κάτι παραπάνω από αυτή την ολιγόλεπτη παράταση)

Όταν έφτασα στη στάση μου του είπα: "Εδώ κατεβαίνω"  μου είπε.. "Να 'σαι καλά!" και όταν διέσχιζα τον δρόμο τον είδα που με κοιτούσε απο το παράθυρο του λεωφορείου.

Είμαι σίγουρη οτι οι συνεπιβάτες μου σιχαίνονταν να κοιτάξουν τον ταλαιπωρημένο ανθρωπο δίπλα μου, αλλά τον κοστουμαρισμένο με το πανάκριβο αυτοκίνητο διακινητή του δηλητηρίου που δηλώνει "επιχειρηματίας" θα ήταν περήφανοι να τον έχουν σε ένα τραπέζι στο σπίτι τους, να κάθεται δίπλα στα παιδιά τους.

Τελευταία λεπτομέρεια, εύχομαι κάθε μέρα από τότε, ο άνθρωπος αυτός να βρει κουράγιο να (ξανά) ερωτευτεί και να γαμήσει έτσι το μυαλό του, μόνο ο έρωτας μπορεί να τον "σώσει" γιατί ο έρωτας είναι ζωή! Κι αφού αυτός τον έμπλεξε.. τώρα οφείλει να τον ξεμπλέξει!

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

Βαρέα και ανθυγιεινά



Τον τελευταίο καιρό κατακλύζομαι από πολύ έντονα συναισθήματα βιώνοντας έντονες καταστάσεις.
Συγκίνηση, χαρά, θυμός, περηφάνια, λύπη.. όλα μα όλα στο ΜΕΓΙΣΤΟ βαθμό. θα μπορούσα να γράψω για όλα αυτά τα συναισθήματα και τις αιτίες τους και για το καθένα ξεχωριστά, αλλά θα σταθώ σε ένα περιστατικό μόνο, αφενός για να μη γίνω φλύαρη μετά από τόσους μήνες απουσίας από τη μπλογκόσφαιρα και αφετέρου, ακριβώς επειδή είναι όλα τόσο μα τόσο έντονα, τους αξίζει ξεχωριστή αναφορά για το κάθε ένα! 

Γυρίζω σπίτι μου αργά, μετά από μια πολύ δύσκολη ημέρα με πολλά απρόοπτα και δύσκολες καταστάσεις. Καυγάδες, νεύρα, ατυχίες.. (τέλος πάντων μία από αυτές τις ημέρες που ο Μέρφυ εχει νικήσει τον Κοέλλιο κι εσύ εύχεσαι να ξημερώσει η επόμενη όσο πιο σύντομα γίνεται! ) και κάθομαι στον υπολογιστή να τσεκάρω τα μέιλ μου. 
Στο σπίτι φιλοξενώ και τους γονείς μου οι οποίοι μόλις νωρίτερα το απόγευμα επέστρεψαν στο σπίτι μετά από πολυήμερη νοσηλεία του πατέρα μου σε νοσοκομείο της πόλης. Πάω να κάτσω λίγο κοντά τους να μάθω τα νέα τους μιλάμε για λίγο και τους αφήνω στο σαλόνι καθώς πάω προς το παιδικό δωμάτιο να κάτσω λίγο και με την κόρη μου πριν κοιμηθεί. Πριν ανοίξω την πόρτα του δωματίου της ακούω έναν θόρυβο από το σαλόνι, έναν γδούπο.. αμέσως πάγωσα.. ήξερα τί είχε συμβεί.. ο πατέρας μου στην προσπάθειά του να σηκωθεί από τον καναπέ και να καθίσει στο "καροτσάκι" του ώστε να πάει στο δωμάτιο του για να κοιμηθεί.. δεν άντεξαν τα πόδια του και είχε πέσει κάτω .. στο πάτωμα! Τρέχω κοντά του να τον βοηθήσω.. οι μύες του όμως δεν έχουν πιά καμία δύναμη και πρέπει να βάλω το μυαλό μου να δουλέψει με ποιό τρόπο εγώ και η μητέρα μου θα βοηθήσουμε τον αδύναμο μεν, υπέρβαρο δε πατέρα μου να σηκωθεί. Είναι πολύ δύσκολο να το καταφέρουμε και οι πρώτες προσπάθειες δεν απέδωσαν. Γύρισα προς τον καναπέ, να πάρω τα μαξιλάρια του και να τα τοποθετήσω διαδοχικά το ένα μετά το άλλο κάτω απο το σώμα του πατέρα μου ετσι ώστε σταδιακά να αυξηθεί η απόσταση του απο το έδαφος και να βοηθηθεί κι εκείνος στην προσπάθειά του/μας να σηκωθεί και να κάτσει σε μια καρέκλα, μέσα στα κλάσματα δευτερολέπτου που μεσολάβησαν ειδα τον άλλοτε "γίγαντα" πατέρα μου να κείτεται στο πάτωμα και να κλαίει σα μωρό.. ψιθυρίζοντας "σακατεύτηκα τελείως, αχρηστεύτηκα!" Μόλις τον ειδα έτσι αυτόματα στο κεφάλι μου έγινε ενα απίστευτο flash back... γύρισα πίσω, τότε που ο πατέρας μου έφευγε ξημερώματα για να γυρίσει νύχτα, δουλεύοντας πάντα πολύ σκληρά, δουλειές χειρονακτικές κυρίως, τον είδα να σηκώνει δέματα ξύλων "σουηδικών" και να τα φορτώνει στο φορτηγό σα να ήταν πούπουλα. Γύρισα πίσω τότε που του έλεγαν οι φίλοι του "σκληρή δουλειά κάνεις Μιχάλη μου.." και συμπλήρωναν πριν απαντησει ο ίδιος "δεν πειράζει όμως, σου κολλάνε βαρέα, όταν έρθει η ώρα θα πάρεις καλή σύνταξη"..
Και η μάνα μου του έλεγε "Πρόσεχε λίγο βρε Μιχάλη μου, μη κουράζεσαι τόσο πολύ.. " κι εκείνος της απαντούσε.. "μη φοβάσαι γυναίκα, αντέχω.. και μου βάζουνε βαρέα, θα πάρουμε σύνταξη καλή.. και στα γεράματά μας, θα έχουμε παντρέψει τις κόρες μας και θα σε έχω βασίλισσα.. όπου θες θα σε πηγαίνω".. αυτό παντα ήταν η παρηγοριά τους.. "δουλεύω τώρα σαν το σκυλί αλλά όταν έρθει η ώρα θα αποζημιωθώ.. 14.000 βαρέα και ανθυγιεινά ένσημα μάζεψα Περσούλα μου, θα πάρουμε σύνταξη καλή.. Βασίλισσα, θα σ' έχω!"  Τώρα στα 63 χρόνια του και αφού εχει σκοτώσει τον οργανισμό του κουβαλώντας από τα 15 του ξύλα, τροπικά, σουηδικά και μελαμίνες χωρίς παράπονο ποτέ  και όταν λύγιζε πάντα έλεγε "μου κολλάνε βαρέα, θα πάρω σύνταξη καλή" .. τώρα, μετά από τόσο κόπο γι αυτά τα γαμημένα "βαρέα" είναι εδώ μπροστά μου, στο πάτωμα του σπιτιού μου, ανύμπορος να σηκωθεί και κλαίει.. κλαίει σα μωρό.. ποιός; ο ΓΙΓΑΝΤΑΣ! αυτός που δέσποζε πάντα και παντού και λόγω όγκου (πανύψηλος και παχύς) αλλά και λόγω ιδιοσυγκρασίας και ταυτότητας (και γι αυτό ίσως να χάλασαν κάπως οι σχέσεις μας όσο μεγάλωνα . του μοιάζω λένε) αυτός ο Μιχάλης που θαύμαζαν όλοι για τη δυναμη του.. αυτός.. αυτός με κοιτάει τωρα στα μάτια και με παρακαλάει να βρω τρόπο να τον βοηθήσω γιατί πονάει.. με παρακαλάει βουβά.. κι εγω πρέπει τωρα να πάρω τη θέση του και να γίνω εγώ ο γίγαντας που θα φροντίσω για όλους. που θα σκεφτω ψυχραιμα και αποφασιστικά, εγω  θα πρέπει να γίνω ο γίγαντας που θα βρει τη λύση που θα τον βοηθήσει και κυρίως πρεπει να γίνω ο γίγαντα που θα κρύψει τα δάκρυα από τα μάτια μου και θα βγάλει τον κόμπο απο το λαιμό, να μη τα δει ο γίγαντας που έχω μπροστά στα πόδια μου... Κι έγινα.. όσο δύσκολο κι αν ήταν.. γιγαντωθηκα εγω για να μη "συρρικνωθεί" κι άλλο ο πατέρας μου. Πάτησα στα πόδια μου γερά, πήρα το αυστηρό μου και ειπα με αυτοπεποίθηση "δωσε μου τα χέρια σου, βάλε κόντρα στα ποδια μου, μή φοβάσαι δεν πονάω, και μόλις σου πώ βάλε λίγη δύναμη.. εχε μου εμπιστοσύνη, θα τα καταφέρουμε μπαμπάκα!"
και "με το τρία" τον τράβηξα.. κι έβγαλα μια κραυγή.. μια κραυγή γίγαντα.. την κραυγή που βγάζουν οι γίγαντες όταν πονάει το σώμα και η ψυχή τους.. και έβαλα κι άλλη κόντρα στα πόδια μου.. και φώναξα "λίγο ακόμη ρε μπαμπάκα, λίγο ακόμη μη τα παρατάς.. ΤΩΡΑ πάμε σφίξε κοιλιακούς πάμε σου λέω!" και τα καταφέραμε! Ο γίγαντας Μιχάλης ήταν πια πάνω στον καναπέ, λαχανιασμένος και γελαστός, εγώ ειχα γίνει πάλι μικρή στα λογικά μου μεγέθη.. έσυρα κοντά του την πολυθρονίτσα του, έβαλα το φρένο, του λέω: "Ελά τώρα μπορείς και μόνος σου!" μου ειπε "δωσε μου το χέρι σου να βάλω κόντρα" του το έδωσα.. τώρα ο Γίγαντας ήταν στο θρόνο του.. στον θρόνο που ποτέ δεν φαντάστηκε οτι θα είχε όταν έλεγε στη μανα μου "θα σε κάνω βασίλισσα".. Πότε δεν υποψιάστηκε οτι σκοτώνοντας τον εαυτό του για τα "βαρέα" η σύνταξη η καλή που του υπόσχονταν θα ήταν σκάρτα 500€  όταν το μηνιαίο κόστος θεραπείας του θα ξεπερνάει τα 800€..
 Κι εγω βλέποντας τον σε αυτό το θρόνο θύμωσα. Θύμωσα γιατί τον στερήθηκα πολύ, δεν τον ειχα διπλα μου όταν τον χρειαζόμουν γιατί πάλευε για τα "βαρέα, θα έπαιρνε σύνταξη καλή, και με τη μανα μου στα γεράματα θα πέρναγαν βασιλικά.. άξιζε τον κόπο.. έλεγαν!" 

Πιο πολύ θύμωσα όμως γιατι με είδα έμενα εκεί στη θέση του.. σε έναν παρόμοιο ίσως "θρονο" χρόνια μετά.. και την κόρη μου απέναντι μου.. να σκέφτεται. "Θυμωσα.. γιατί όταν τη χρειαζόμουν εκείνη δούλευε 12ωρα και δεν της "κόλαγαν" ουτε κάν βαρέα. χαζή μαμα.."