Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

η Αύρα μας



Η γιαγιά μου μας έλεγε σε εμάς τις εγγόνες της μια ιστορία. Έλεγε ότι κάποιες ψυχές δε χωρούσαν σε ένα σώμα  κι έτσι μοιράζονταν σε δύο διαφορετικά σώματα. Οι άνθρωποι που ζούσαν σε αυτά τα σώματα δεν ήξεραν ότι η ψυχή τους ήταν μοιρασμένη και δεν το καταλάβαιναν παρά μόνο όταν κάποια στιγμή στη ζωή τους τα έφερνε έτσι οι μοίρα που συναντούσαν τον άλλο άνθρωπο, το άλλο σώμα που κουβαλούσε το υπόλοιπο της ψυχής τους. Τον άνθρωπο με τον οποίο ήταν ουσιαστικά και πραγματικά ψυχή τε και σώματι ΕΝΑ. Το ίδιο, το αυτό! 
Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι όμως τόσο τυχεροί ώστε στη διάρκεια της ζωής τους να συναντήσουν το ίδιο τους ή ακόμη κι αν το συναντήσουν κάποιοι δεν το αναγνωρίζουν αμέσως.

Όταν δύο τέτοια σώματα λοιπόν, που μοιράζονται την ίδια ψυχή, ενωθούν μεταξύ τους, τότε το ένα συμπληρώνει το άλλο, το ένα μπαίνει μέσα στο άλλο κι αγκαλιάζονται ενσωματώνονται, δεν μπορούν να διακρίνουν που τελειώνει το ένα και πού αρχίζει το άλλο. Και μέσα από τα σώματα που γίνονται ένα, η ψυχή η μία που μοιραζότανε στα δυο σώματα, ενώνεται επιτέλους, ολοκληρώνεται κι από την ένωση αυτή παράγεται μια ενέργεια απίστευτη, μια αύρα που περιβάλει τα κορμιά, τα εξυψώνει.. και παίρνει τα σώματα και τις ψυχές και τα μεταφέρει αλλού, εκεί που αυτό το ΕΝΑ είναι αδιαίρετο, εκεί που κανείς και τίποτα δεν είναι πιο δυνατός από αυτή τη μία ψυχή. Εκεί που το σύμπαν ολοκληρώνεται και σε ολοκληρώνει. Εκεί που κανείς άλλος δεν μπορεί να φτάσει ποτέ! Εκεί που η λέξη "αγάπη" έχει άλλο νόημα! Εκεί που η ζωή γίνεται ένα με το θάνατο!

Κι αυτή η αύρα είναι τόσο δυνατή που λειτουργεί σαν μπαταρία.. δίνει τη δύναμη στα σώματα και στην ψυχή να συνεχίσουν να ζουν πάλι με την ψυχή μοιρασμένη μέχρι την επόμενη φορά που τα σώματα θα ενωθούν και η ψυχή θα ολοκληρωθεί και η αύρα θα τους ταξιδέψει. 

 Μόνο οι άνθρωποι που έχουν ταξιδέψει με την αύρα αυτή καταλαβαίνουν τη δύναμή της.
Και η δύναμη αυτή είναι η δύναμη στις ζωές τους.

Είμαι πολύ τυχερή που στη ζωή μου συνάντησα το ένα μου, το ίδιο μου! Ακόμη πιο τυχερή που κατάφερα να το αναγνωρίσω. Και μάλλον ευλογημένη που ταξίδεψα με την Αύρα της ολοκλήρωσης αυτής. Με την Αύρα της αγαπης. Κι εύχομαι να συνεχίσω να ταξιδεύω μέχρι τα βαθειά μου γεράματα και τότε κι εγώ με τη σειρά μου να εξιστορώ στα δικά μου εγγόνια τα οδοιπορικά της ολοκλήρωσης, της απόλυτης αγάπης.   

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

Ιστορία αγάπης.

Στην περιοχή που βρίσκομαι αυτές τις μέρες, υπάρχει ο θρύλος μιας απίστευτης ιστορίας αγάπης. Ήξερα οτι κάτι υπάρχει αλλά δεν είχα ασχοληθεί ποτέ με αυτό, εξ άλλου δεν πίστευα οτι είναι αληθινή ιστορία. ήμουν σίγουρη οτι πρόκειται περί "αστικού μύθου" περισσότερο, αν όχι μιας καλοστημένης τουριστικής ατραξιόν. Κι αυτό γιατί όλοι ήξεραν οτι υπήρχε μια ιστορία αγάπης πολλών ετών, αλλά κανείς δεν ήξερε ποιοί ήταν οι πρωταγωνιστές, ούτε ποιά ακριβώς ήταν αυτή η ιστορία. Έτσι λοιπόν εγώ "αντιδρούσα" κι αρνιόμουν να ασχοληθώ με τα κουτσομπολιά που μίλαγαν για δυο ανθρώπους που αγαπιούνται για πολλά χρόνια. Ε και; σιγά τα ωά! παντού υπάρχουν άνθρωποι που αγαπιούνται μια ολόκληρη ζωή. 
Όλα αυτά μέχρι πριν δυο -τρεις μέρες όπου δίπλα μου στην παραλία ήταν μια κοπέλα πολύ νεότερή μου, που ήταν εκστασιασμένη γιατί όπως έλεγε είχε ανακαλύψει τους πρωταγωνιστές ή καλύτερα τον ένα από τους πρωταγωνιστές και μάλιστα τυχαία αφού η γυναίκα της ιστορίας μας ήταν η γιαγιά της! 
Δύσπιστη εγώ, τη ρώτησα να μου πει λεπτομέρειες  όχι τις "πικάντικες" αλλά τουλάχιστον έπρεπε κάποιος να με πείσει οτι αυτή η ιστορία είχε κάτι που την έκανε να ξεχωρίζει από όλες τις άλλες ιστορίες έρωτα κι αγάπης. Τότε η κοπέλα με τα όμορφα λαμπερά μάτια, άρχισε να ξετυλίγει ένα κουβάρι λέξεων, εικόνων και συναισθημάτων που η αρχή του έφτανε 60 χρόνια πίσω. Στην αρχή την άκουγα κάπως αδιάφορα, μετά από λίγο όμως δεν υπήρχε τίποτα άλλο γύρω μου που να με απασχολεί παρά μονο η κοπέλα, η ιστορία που μου αφηγούταν και το πώς θα γίνει να γνωρίσω τη γιαγιά της! 
-Είσαι από εδώ; με ρώτησε 
-Όχι έχω έρθει για διακοπές, δεν είμαι από εδω, είμαι από την Αθήνα.
-Θα τη ρωτήσω κι αφού δεν  εισαι από εδώ και αφού θα φυγεις σύντομα ίσως.. ΙΣΩΣ (το τόνισε) να θελήσει να σου μιλήσει. 
Μέχρι να επιστρέψει η νεαρή κοπέλα το απόγευμα είχα άγχος όμοιο με αυτό που έχει ένα κορίτσι που περιμένει το αγόρι της. Σφίξιμο στο στομάχι, εκνευρισμό, χαρά, ανυπομονησία...τελικά ήρθε! Όμορφη με λυτά μαλλιά, φορώντας ένα όμορφο φόρεμα που θύμιζε "αρχαιοελληνικό" και που η κόρη μου με ενημέρωσε οτι το λένε "τόνγκα" ή κάπως έτσι. 
-Γειά σας.. είπε ναι! Η γιαγιά μου είπε ΝΑΙ! 
Και όσο μίλαγε έβλεπα οτι ο δικός της ενθουσιασμός ήταν αν όχι μεγαλύτερος τουλάχιστον ίδιος με τον δικό μου! 
Πήγαμε μαζί στη γιαγιά της, μια γυναίκα, γύρω στα 80 υπολόγισα 86 μου είπε εκείνη, που φαινόταν ξεκάθαρα οτι κάποτε ήταν μια πανέμορφη κοπέλα, σαν την εγγονή της.
Αρχίσαμε να μιλάμε, στην αρχή για το πώς περνάω τις διακοπές μου, για την κόρη μου, για την ανεργία για την οικονομική κρίση κι άλλα "άσχετα" μέχρι που η γιαγιά της όμορφης κοπέλας, σηκώθηκε πήγε στο δίπλα δωμάτιο και επέστρεψε με ένα κουτί σαν μεγάλη μπιζουτιέρα στα χέρια. Το ακούμπησε στο τραπέζι, το χάιδεψε με στοργή, σα να χάιδευε το κεφαλάκι ενός μωρού που κοιμάται και τελικά το άνοιξε αποκαλύπτοντας έναν μικρό θησαυρό! Φωτογραφίες, αποκόμματα, επιστολές, ραβασάκια.. αναμνήσεις! Κι έτσι μπροστά μου άρχισε να ξετυλίγεται ένα παραμύθι! Μια ιστορία που δεν μπορούσα να πιστέψω. Μια ιστορία που μέσα της είδα τον εαυτό μου! Είδα εμένα (δεν τολμώ να πω κι εσένα, διότι δεν μπορώ έτσι αυθαίρετα να σου "χρεώσω" τόσο δυνατά συναισθήματα, όμως με σιγουριά θέλω να μπορούσα να πώ κι εσένα. εμένα κι εσένα.. εμάς!) 
Μια ιστορία που όταν την άκουσα με συνεπήρε.. με τρόμαξε σχεδόν, ήταν σαν γροθιά στο στομάχι. Όταν έφυγα απο εκεί, τα μάτια μου έτσουζαν και στον λαιμό μου είχε "κάτσει" ένας κόμπος που με έπνιγε. Μπήκα τρέχοντας στη θάλασσα, δε ξέρω αν το έκανα για να μπερδέψω την αλμύρα της θάλασσας με το αλμυρό των δακρύων μου ή επειδή χρειαζόμουν μια αγκαλιά που να μη ρωτάει τί και πώς μόνο να με πάρει μέσα της και να μου διώξει τον κόμπο. Και η θάλασσα έχει μεγάλη αγκαλιά...
Κολύμπησα πολύ πάρα πολύ.. μέχρι που ένας τύπος με κανό (ή κατι τέτοιο, εγώ όλα κανό τα λέω) με πλησίασε και μου είπε,
-ειναι επικίνδυνο να είσαι εδώ χωρίς πλωτήρα, περνάνε διάφοροι με τζετ σκί, φουσκωτά, wind surf κι εσύ δε φαίνεσαι, θα σου πάρουν το κεφάλι.
-έχεις δίκιο, συγγνωμη. είπα και ξεκίνησα την επιστροφή μου
Όσο ήμουν στη γιαγιά της είχα πει. "Αυτή η ιστορία είναι μοναδική, πρέπει να τη δώσετε σε κάποιον να τη γραψει να γίνει βιβλίο ίσως ταινία, να μάθει όλος ο κόσμος γι αυτη την αγάπη. Να μή ξεχαστεί ποτέ! Να τη μάθουν όλοι!" επέμενα.. η απάντηση που πήρα ήταν ένα.. "Μπάα"  ένα απλό "μπάα" . 
Εκεί μέσα στην αγκαλιά της θάλασσας  αναρρωτιόμουν γιατί όχι, γιατί να μη μάθουν όλοι γι αυτή την αγάπη;  Και η απάντηση ήρθε από μόνη της. Γιατί πολύ απλά κάποιες αγάπες, μεγάλες, σπουδαίες, ζωντανές, για να συνεχίσουν να υπάρχουν, να μεγαλώνουν, να θεριεύουν και να γεμίζουν τις ζωές των ανθρωπων είναι καλύτερα να μην μαθαίνει κανείς γι αυτές. 

(μια ιστορία λίγο αληθινή, λίγο φανταστική, χωρίς ονόματα)


Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Μισή ζωή..



Σαν σήμερα.. πριν 19 χρόνια μπήκε ο Τάσος στη ζωή μου. Μή ρωτάς πώς έγινε.. μεγάλη ιστορία.. Το αποτέλεσμα μετράει. Ποιό είναι αυτό; 19 χρόνια γεμάτα! Γεμάτα ζωή με τα όλα της! Με γέλια, χαρές, πείσματα, τσακωμούς, χωρισμούς, "επανασυνδέσεις", αγάπη, χιούμορ, στενοχώριες, δυσκολίες, αγκαλιές, δύναμη, φόβο, δάκρυα, τόλμη.. Με τα λάθη μας, τα σωστά μας, τις συγγνώμες μας, τα "Σ' αγαπώ" μας. 
Η μισή μας ζωή μαζί! Στην ουσία μεγαλώσαμε παρέα.. αλλάξαμε κι αλλάζουμε συνεχώς. Μισή ζωή μαζί.. κι έτσι θα πάει αυτό μέχρι που η μισή ζωή θα γίνει....  Μια ολόκληρη ζωή, μαζί ως το τέλος! Γιατί έτσι μάθαμε εμείς.. ό,τι κι αν συμβεί όπως κι αν ξεκινήσει πάντα καταλήγουμε μαζί, δυνατοί με την αγκαλιά μέσα στην οποία "περνάνε όλα"!

Στον Τάσο που ξέρω εγώ, όπως τον ξέρω εγώ, με τα καλά του και τα στραβά του. Στον Τάσο που ξέρω οτι με αγαπά ακόμη κι όταν δεν το δείχνει. Στον Τάσο που μερικές φορές αδικώ, που αγαπώ όσο με αγαπά κι εκείνος. Στον Τάσο που "παιδεύω", στον Τάσο που στηρίζω και με στηρίζει, στον Τάσο που δέχεται όλη μου την ένταση κι ας μην την εχει δημιουργήσει εκείνος. Στον Τάσο της ζωής μου χρωστάω, ένα "ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ"(για όλα) , μια "ΣΥΓΓΝΩΜΗ"(για όλα), ένα Σ' ΑΓΑΠΩ" (για πάντα)


Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Τα παιδιά της γειτονιάς

Ένας δυσκοίλιος γείτονας μαλώνει τα παιδιά που παίζουν στη γειτονιά (σημειωνω ΟΧΙ σε ώρα κοινης ησυχίας) ακόμη και πετώντας τους κουβάδες με νερό!  Εκείνα βρήκαν έναν όμορφο και δημιουργικό τρόπο να ζητήσουν τα αυτονόητα το ΔΙΚΑΙΩΜΑ τους στο παιχνίδι και το ΣΕΒΑΣΜΟ που τους οφείλουμε. Ο στρυφνός γείτονας πήρε το κλειδί του και τους έσκισε τα χαρτάκια που με τόσο χρώμα ομόρφαιναν την κολόνα της ΔΕΗ κάτω από το σπίτι του..
Εγώ πάντως με τα παιδιά της γειτονιάς είμαι! καλά που έχουμε κι αυτά κι ακούμε και λίγα γέλια εκτός από "ουφ" και Χριστοπαναγίες..
"Δείτε αυτό, κι αυτό.. κι αυτό.. κι ό,τι απέμεινε"

"Δικαιούμαστε ελεύθερο παιχνίδι! Με εκτίμηση, οι μικρότεροί σας γείτονες!

"Θέλουμε λίγο σεβασμό..Τα παιδιά της γειτονιάς" 

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

Ο Μιχαλάκης, ο Μεχμέτ και η Φροσάρα η Αλατσατιανή

Σήμερα θα μοιραστώ μαζί σας μια ιστορία πραγματική. Μια ιστορία αγάπης, έρωτα και φιλίας που εκτυλίχθηκε στις αρχες του προηγούμενου αιώνα στο Σιβρισάρι και τα Αλάτσατα της Ερυθραίας της Μικράς Ασίας και που μέσα από αυτήν γεννήθηκε κι ένα επίθετο... ένα επίθετο που συνοδεύει ακόμη και σήμερα τα επίσημα έγγραφα ταυτότητας των μελών μιας οικογένειας. Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή..
Στο Σιβρισάρι ζούσε ένας νέος όμορφος, έλεγε η γιαγιά μου, και "θεωρητικός".. ο Μιχαλάκης ο Σκευοφύλαξ. Ο Μιχάλης ήταν πολύ καλό παιδί, φιλότιμος, εργατικός και πάνω από όλα δίκαιος! Δεν αδικούσε ποτέ κανέναν και γινότανε θεριό ανήμερο αν κάποιος προσπαθούσε να αδικήσει κάποιον άλλον ή κι εκείνον τον ίδιο. Ήταν επίσης πολύ καλός φίλος, τους φίλους του τους έβαζε "πάνω από όλους και όλα. Αδελφικός του φίλος ήταν ένα Τουρκόπουλο ο Μεχμέτ (εδώ οι γνώμες διίστανται, διότι η γιαγιά επέμενε στο Μεχμέτ, η κουνιάδα της όμως ορκιζόταν οτι το τουρκόπουλο δεν το έλεγαν Μεχμέτ αλλά Μουράτ.. εγώ θα διαλέξω την εκδοχή της γιαγιάς διοτι ως γνωστό.. "αν δεν παινέψεις το σπίτι σου..") ο Μιχαλάκης κι ο Μεχμέτ λοιπόν.. φίλοι αχώριστοι από μικρά παιδιά.. στην ίδια γειτονιά μεγάλωσαν, τα ίδια παιχνίδια έπαιξαν.. πάντα μαζί, αχώριστοι! Και περνούσαν τα χρόνια και τα αγόρια μεγάλωναν κι έγιναν παλικαράκια κι ήρθαν και οι πρώτοι έρωτες... τότε ήταν που ο Μεχμέτ γνώρισε την όμορφη Φρόσω, την ερωτεύτηκε παράφορα, κεραυνοβόλα! Το ίδιο όμως και η Φροσάρα.. (έτσι την έλεγε η γιαγιά) ερωτεύτηκε τον Μεχμέτ και δεν ειχε μάτια για άλλον. Η Φρόσω λένε ήταν κόρη Αλατσατιανή. όμορφη, με μαύρα μακρυά μαλλιά, λευκή επιδερμίδα κι ελιά στο μάγουλο. Από οικογένεια αρχοντική και πλούσια. Έμαθε η μάνα της από "καλοθελητές" οτι η κόρη της "τραβιέται με τον Τούρκο" και την κλείδωσε στο σπίτι. Το 'πε η μάνα στον πατέρα κι έκεινος θύμωσε πολύ κι αφού της τις έβρεξε για τα καλά, κάλεσε αμέσως τη Σουλτάνα την προξενήτρα. έπρεπε επειγόντως η Φρόσω να αρραβωνιαστεί και σύντομα να παντρευτεί με Ελληνα  και μάλιστα της τάξης τους! Η Σουλτάνα άλλο που δεν ήθελε, τέτοια κόρη όμορφη, πλούσια και με καταγωγή ήταν εύκολο να την παντρέψει.. κι έτσι κι έγινε, η Σουλτάνα η προξενήτρα πήγε στον πατέρα της Φρόσως γαμπρό, πλούσιο, Έλληνα και κοιλαρά. Ο πεθερός ενθουσιάστηκε, ο αρραβωνιάρης ήταν σοβαρός, μετρημένος και έμπορας από τους καλύτερους της Ερυθραίας. Τί κι αν είχε τα χρόνια του; Αυτός θα έπαιρνε την κόρη του κι ας ήταν κοιλαράς...
Πίσω στο Σιβρισάρι ο πατέρας του Μεχμέτ για να αποφυγει τα χειροτερα, του απαγόρευσε να φευγει από το χωριό και πάντα κυκλοφορούσε με συνοδεία . Ο Μιχαλάκης έβλεπε το φίλο του που έλειωνε μέρα με τη μέρα.. και τρελαινόταν ήθελε να τον βοηθήσει. Ενα βράδυ έπεισε τον πατέρα του Μεχμετ να τους αφήσει τους δυο τους να πιουνε ενα ρακί στον καφενέ. "Θα τον προσέχω εγώ!" υποσχέθηκε ο Μιχαλάκης και ο γερό Εκρέμ τον εμπιστεύτηκε. Όλοι τον ξέραν τον Μιχαλάκη, ντόμπρο παιδί, ο λόγος του συμβόλαιο! Κάθισαν τα δυο φιλαράκια στον καφενέ.. ο Μεχμέτ απαρηγόρητος, "αν πάρει άλλον, στο λέω Μιχάλη θα σκοτωθώ!!" έλεγε ξανάλεγε κι έπινε ρακί σαν να τανε νεράκι. "Τί ΄ναι αυτά που λες ωρέ!" τον μάλωνε ο Μιχάλης.. και το μυαλό του δούλευε.. σκεφτόταν τί να κάνει πώς να βοηθήσει τον φίλο του..
Την άλλη μέρα το πρωί, αξημέρωτα πήγε κρυφά και χώθηκε κάτω από το παράθυρο της Φρόσως, μόλις έφυγε ο πατέρας της βρήκε ευκαιρία και χώθηκε στο δωμάτιό της. "Πες μου κόρη μια φορά και ευθύς θα φύγω. Το Μεχμέτ τον θες; τον αγαπάς;" "Τον Μεχμέτ θέλω εγώ!  ο πατέρας μου θέλει να με παντρέψει μ' άλλον, δε θα τον αφήσω όμως, θα φαρμακωθώ! καλύτερα στο χώμα παρά νύφη σε κρεβάτι βρώμικο!"
αυτό ήθελε να ακούσει ο Μιχάλης, αφού κι η Φρόσω ήθελε τον Μεχμέτ δε θα άφηνε να παντρευτεί άλλον, δε θα επέτρεπε μια τέτοια αδικία. "Δε θα κάνεις τίποτα εσύ, μη φέρεις καμμιά αντίρρηση στον πατέρα σου κι έχε μου εμπιστοσύνη" είπε ο Μιχαλάκης κι έφυγε σαν τον άνεμο από το δωμάτιο της κοπέλας.
Τη μέρα που τα Αλάτσατα είχαν στολιστεί κι ετοιμάζονταν να γιορτάσουν το γάμο της Φροσάρας με τον έμπορα την ίδια μέρα στο Σιβρισάρι ο Μεχμέτ αρρωσταίνε από καημό και ο Μιχαλάκης αρμάτωνε το άλογό του.. Το καβαλησε, ζώστηκε τα άρματα και εφυγε σαν αστραπή για τα Αλάτσατα μπούκαρε όπως ήταν αρματωμένος μες την Αγια Τριάδα και άρπαξε τη νύφη την ώρα του μυστηρίου. έτσι ο Μιχαλάκης έκλεψε τη Φροσάρα για λογαριασμό του φίλου του του Μεχμέτ και επειδή κανείς στα Αλάτσατα δεν ήξερε το όνομά του, όταν ρωτούσαν ποιός έκλεψε τη Φροσάρα όλοι λέγαν.. "ένας νέος από το Σιβρισάρι, ο Μιχάλης ο Αρματωλός!!!"
Κι έτσι η Φροσάρα κι ο Μεχμέτ έζησαν ζωή χαρισάμενη κι έκαναν πολλά παιδιά κι ο Μιχαλάκης μέσα σε μια στιγμή  από Μιχαήλ Σκευοφύλαξ του Γωργίου,  έγινε Μιχαήλ Αρματωλός του Γεωργίου.. και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς.. καλύτερα μέσα από τις ιστορίες τους..